- ελατός
- -ή, -ό(για μέταλλα)1. που μπορεί να σφυρηλατηθεί, σφυρηλατήσιμος.2. σφυρήλατος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐλατός — ductile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔλατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελατός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek
έλατος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek
έλατος — ο βλ. έλατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Έλατος, Νώντας — (Βούρβουρα Αρκαδίας 1871 – 1951). Φιλολογικό ψευδώνυμο του παιδαγωγού και λογοτέχνη Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγικά στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Εργάστηκε στη δημόσια εκπαίδευση και… … Dictionary of Greek
ἐλατά — ἐλατός ductile neut nom/voc/acc pl ἐλατά̱ , ἐλατός ductile fem nom/voc/acc dual ἐλατά̱ , ἐλατός ductile fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατόν — ἐλατός ductile masc acc sg ἐλατός ductile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαταῖς — ἐλατός ductile fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαταί — ἐλατός ductile fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)